- Πετάλια
- Sp Petãlija Ap Πετάλια/Petalia L s. Egėjo j., R Graikija
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
πεταλία — πεταλίᾱ , πεταλία flat dish fem nom/voc/acc dual πεταλίᾱ , πεταλία flat dish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάλια — τα, Ν [πέταλο] το παιχνίδι εποστρακισμός, τα «πιατάκια» με πλατιές θαλασσινές πέτρες στην επιφάνεια τού νερού … Dictionary of Greek
πεταλία — ἡ, Α [πέταλον] 1. πιατέλα, ρηχό πιάτο με σχήμα πετάλου άνθους 2. στεφάνι από φύλλα … Dictionary of Greek
πεταλίας — πεταλίᾱς , πεταλία flat dish fem acc pl πεταλίᾱς , πεταλία flat dish fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεταλίαν — πεταλίᾱν , πεταλία flat dish fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστίτης ιστός — Παραλλαγή συνδετικού οστού, στη θεμέλιο ουσία του οποίου βρίσκεται μεγάλη ποσότητα αλάτων, που προσδίδει χαρακτηριστική σκληρότητα και ανθεκτικότητα σε ολόκληρο τον ιστό. Η μικροσκοπική δομή περιλαμβάνει κύτταρα και μεσοκυττάριο ουσία· τα πρώτα,… … Dictionary of Greek
αλογοπεταλιά — η ίχνος από πέταλο αλόγου, αλογάχναρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + πεταλιά] … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… … Dictionary of Greek
ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… … Dictionary of Greek